ζωπυρώ

ζωπυρώ
ζωπυρώ, -έω (AM, Μ και -όω) [ζώπυρος]
1. παράγω φλόγα, ανάβω φωτιά με ζώπυρο
2. μτφ. αναζωογονώ, εμψυχώνω, ανανεώνω
μσν.
μέσ. ζωπυροῡμαι, -όομαι
φέρνω τη ζωή, δίνω υπόσταση, δημιουργώ
αρχ.
1. μτφ. ερεθίζω, παροξύνω, διεγείρω
2. επαυξάνω
3. (αμτβ.) εξάπτομαι σε φλόγα
4. μτφ. συντηρώ, διατηρώ με ζήλο
5. παθ. ζωοπυροῡμαι, -έομαι
(για έμβρυο) ζωογονούμαι από τη φωτιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζωπυρῶ — ζωπυρέω kindle into flame pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζωπυρέω kindle into flame pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωπύρῳ — Ζώπυρος glowing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωπύρῳ — ζώπυρον spark neut dat sg ζώπυρος glowing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωπύρωι — ζωπύρῳ , ζώπυρον spark neut dat sg ζωπύρῳ , ζώπυρος glowing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωπύρωι — Ζωπύρῳ , Ζώπυρος glowing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάβυζος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης ευγενής (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την οικογένεια των Αχαιμενιδών. Συμμετείχε σε συνωμοσία εναντίον του Ψευδοσμέρδιου, σφετεριστή του περσικού θρόνου, αλλά τελικά στον θρόνο ανέβηκε ο Δαρείος A’ o Υστάσπους …   Dictionary of Greek

  • αναζωπυρώνω — (Α ἀναζωπυρέω, Μ ἀναζωπυρόω) κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί, ανανεώνω, τονώνω ή ξανανάβω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναζωπυρῶ ( έω) < ἀνα * + ζωπυρῶ ( έω). Με μεταπλασμό προήλθε από το ἀναζωπυρέω ενεστ. τ. ἀναζωπυρόω, από όπου το νεώτ. αναζωπυρώνω …   Dictionary of Greek

  • επιτυλίσσω — ἐπιτυλίσσω και αττ. τ. ἐπιτυλίττω (Α) 1. περιελίσσω, τυλίγω, περιστρέφω κάτι γύρω από άλλο 2. (για βιβλίο, πάπυρο) ξετυλίγω («ὥστε καὶ Ζωπύρῳ τῷ ῥήτορι ἀναγινώσκοντι ἐπιτυλίττειν», Διογ. Λαέρ.) …   Dictionary of Greek

  • ζωπύρημα — ζωπύρημα, τὸ (Α) [ζωπυρώ] ζώπυρο, σπινθήρας …   Dictionary of Greek

  • ζωπύρηση — η (AM ζωπύρησις) [ζωπυρώ] αναζωπύρηση, αναζωογόνηση νεοελλ. μτφ. εμψύχωση, τόνωση τού ηθικού, η εγκαρδίωση αρχ. 1. άναμμα, αναρρίπιση φωτιάς 2. διέγερση, έξαψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”