- ζωπυρώ
- ζωπυρώ, -έω (AM, Μ και -όω) [ζώπυρος]1. παράγω φλόγα, ανάβω φωτιά με ζώπυρο2. μτφ. αναζωογονώ, εμψυχώνω, ανανεώνωμσν.μέσ. ζωπυροῡμαι, -όομαιφέρνω τη ζωή, δίνω υπόσταση, δημιουργώαρχ.1. μτφ. ερεθίζω, παροξύνω, διεγείρω2. επαυξάνω3. (αμτβ.) εξάπτομαι σε φλόγα4. μτφ. συντηρώ, διατηρώ με ζήλο5. παθ. ζωοπυροῡμαι, -έομαι(για έμβρυο) ζωογονούμαι από τη φωτιά.
Dictionary of Greek. 2013.